κάροινον

From LSJ
Revision as of 02:06, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάροινον Medium diacritics: κάροινον Low diacritics: κάροινον Capitals: ΚΑΡΟΙΝΟΝ
Transliteration A: károinon Transliteration B: karoinon Transliteration C: karoinon Beta Code: ka/roinon

English (LSJ)

τό,

   A sweet wine boiled down, καροίνου Μεονίου Edict.Diocl. 2.13 (v.l. καρυηνου), cf. Hippiatr.2, Gloss.; οἶνος Καρύϊνος produced in Maeonia, Gal.15.632, 6.801, al.    II ἀβόλλης, Χιτὼν καρόϊνος perh. = καρύϊνος, nut-brown, Stud.Pal.20.46.13 (iii A.D.), cf. POxy. 929.9 (ii/iii A.D.), unless a geographical name, cf. 1.

German (Pape)

[Seite 1328] τό, ein süßer, eingekochter Wein, das lat. caroenum oder carenum, Sp. Es findet sich auch καρύινον u. κάρυνον geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

κάροινον: ἢ κάρυνον, τό, γλεῦκος βεβρασμένον, σίραιον, ἕψημα, «πετμέζι», Λατ. caroenum ἢ carenum, Νικολ. Ἀλεξ., Παλάδ.· παρὰ Γαλην. 6. 801, καρύϊνον· - τὰ ἀγγεῖα ἐν οἷς ἐφυλάττετο ἐκαλοῦντο καρύϊνα κεράμια, Λατ. carinariae, Φιλάγριος παρ᾽ Ὀρειβασ. 57 Matth., Γεωπ. 13. 7· ὡσαύτως καρυΐσκοι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ', 33, 34).

Greek Monolingual

κάροινον και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α)
1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι
2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» — τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. του επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το οἶνος λόγω του χαρακτηρισμού ενός λυδικής προελεύσεως κρασιού (καρύϊνος οἶνος)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: name of a sweet wine (Edict. Diocl.: καροίνου Μεονίου; Hippiatr., Gloss.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Grimme Glotta 14, 19 assumes a loan from Semit. (Accad.) khurunnu sesame-wine (first from Hitt.); doubtful. - Note οἶνος καρύϊνος (Gal.; from Maeonia); also ἀβόλλης, χιτὼν καρόϊνος (pap.; for καρύϊνος = nut-brown?).