μυχλός

From LSJ
Revision as of 04:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχλός Medium diacritics: μυχλός Low diacritics: μυχλός Capitals: ΜΥΧΛΟΣ
Transliteration A: mychlós Transliteration B: mychlos Transliteration C: mychlos Beta Code: muxlo/s

English (LSJ)

σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for

   A stallionass, Id.; cf. μύκλα.

German (Pape)

[Seite 224] s. μύκλα.

Greek (Liddell-Scott)

μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».

Greek Monolingual

μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].

Frisk Etymological English

See also: s. μύκλος.