μέσσαυλος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
μέσσαυλον, μεσσηγύ, μεσπιλ-γύς, v. μες-.
Greek (Liddell-Scott)
μέσσαυλος: μέσσαυλον, μεσσηγύ, -γύς, ἴδε ἐν λ. μεσ-.
French (Bailly abrégé)
v. μέσαυλος.
Greek Monolingual
μέσσαυλος, -ον (Α)
(επικ. τ.) βλ. μέσαυλος.
Greek Monotonic
μέσσαυλος: μεσηγύ, βλ. μέσ-αυλος, μεσηγύ.
Frisk Etymological English
(-ον)
See also: s. μέταυλος.