ὀπτίλος

From LSJ
Revision as of 06:51, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτίλος Medium diacritics: ὀπτίλος Low diacritics: οπτίλος Capitals: ΟΠΤΙΛΟΣ
Transliteration A: optílos Transliteration B: optilos Transliteration C: optilos Beta Code: o)pti/los

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Dor.for ὀφθαλμός, Metop. ap. Stob.3.1.115, Plu.Lyc. 11 ; ὀπτίλλος in IG42(1).121.40 (Epid., iv B. C.), al., Hdn.Gr.1.159, 2.560 (whence the spelling with one λ should prob. be corrected).

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, nach Plut. Lycurg. 11 lakonisch für ὀφθαλμός, das Auge; ὀπτίλων ἀρετὰ ὀξυδορκία, Metopus bei Stob. Floril. 1, 64. Vgl. die Erklärer zu Greg. Cor. p. 580.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτίλος: [ῐ], ὁ, Δωρ. ἀντὶ ὀφθαλμός, Φιντ. παρὰ Στοβ. τόμ. 3, σ. 83, ἔκδ. Gaisf., Πλουτ. Λυκοῦργ. 11· ὀπτίλλος παρ’ Ἀρκαδ. 54. 15. ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 18 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
œil.
Étymologie: mot laconien ; cf. ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

ὀπτίλος δωρ. τ. και, δ. γρφ. ὀπτίλλος, ὁ (Α)
ο οφθαλμός, το μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όπωπα].

Greek Monotonic

ὀπτίλος: [ῐ], ὁ, Δωρ. αντί ὀφθαλμός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπτίλος: (ῐ) ὁ лак. глаз, око Plut.

Frisk Etymological English

See also: s. ὀφθαλμός