σκίναρ
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
[ῐ], ᾰρος, τό,
A body, Nic.Th.694; cf. σκῆνος 11.
German (Pape)
[Seite 899] αρος, τό, der Leib, Nic. Th. 694, wie σκῆνος.
Greek (Liddell-Scott)
σκίνᾰρ: [ῐ], -ᾰρος, τό, τὸ σῶμα, Νικ. Θηρ. 694· πρβλ. σκῆνος ΙΙ.
Greek Monolingual
-αρος, τὸ, Α
το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. που συνδέεται πιθ. με τα σκῆνος / σκηνή.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: body (Nic. Th. 694).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Isolated. By Bq a. o. connected with σκῆνος corpse (s. σκηνή). -- Furnée 171 ν. 174 accepts the same comparison and considers a variation η\/ι.