ἀνδρόπρῳρος
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ον, (πρῷρα)
A with man's face, Emp. 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόπρῳρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνδρικὸν πρόσωπον, «βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα» Ἐμπεδ. 314· ἴδε πρῷρα.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνδρόπρωρος Hsch.
que tiene cara de hombre βουγενῆ Emp.B 61, cf. Arist.Ph.198b32, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόπρῳρος: с человеческим лицом (βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα Emped.).