μύρτινος

From LSJ
Revision as of 19:34, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτῐνος Medium diacritics: μύρτινος Low diacritics: μύρτινος Capitals: ΜΥΡΤΙΝΟΣ
Transliteration A: mýrtinos Transliteration B: myrtinos Transliteration C: myrtinos Beta Code: mu/rtinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of myrtle, στέφανος Eub.99; [μύρον] Thphr.Od. 28.

German (Pape)

[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4· πρβλ. μύρσινος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτος
αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.