βρωμώμαι

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

(I)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α)
γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω, με εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε -άω].
(II)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α) [[[βρώμος]] (II)]
αναδίδω κακοσμία, βρομάω.