διάταμα

From LSJ
Revision as of 12:41, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

(I)
το διατείνω
1. διάταση, τέντωμα
2. ναυτ. διάταμα ή «διάταση σχοινιού» — εργασία κατά την οποία τα σχοινιά που δεν χρησιμοποιούνται πια τεντώνονται κατάλληλα, ώστε να έχουν σταθερό μήκος.
(II)
το
διάταγμα, νουθεσία, συμβουλή.