χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(I)
ο αδράχτι
το αδράχτι.
(II)
ο αδράχνω
άρπαγας, κλεφταράς.