ανισώ

From LSJ
Revision as of 13:00, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀνισῶ (-όω) (Α)
1. εξισώνω, εξισορροπώ
2. δίνω σ' αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ' αυτήν που πήραν οι άλλοι
3. εξομαλύνω, λειαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ισώ.
ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων].
(II)
ἀνισῶ (-όω) (Α) άνισος
κάνω κάτι άνισο προς κάτι άλλο.