ανισώ
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
(I)
ἀνισῶ (-όω) (Α)
1. εξισώνω, εξισορροπώ
2. δίνω σ' αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ' αυτήν που πήραν οι άλλοι
3. εξομαλύνω, λειαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ισώ.
ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων].
(II)
ἀνισῶ (-όω) (Α) άνισος
κάνω κάτι άνισο προς κάτι άλλο.