επιθύω

From LSJ
Revision as of 13:12, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

(I)
ἐπιθύω (AM)
θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.)
αρχ.
1. θυσιάζω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπιθύομαι
σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.)
3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ἐπιθῦσαι», ΠΔ)
4. γεν. προσφέρω, προσκομίζω ως προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (I) «θυσιάζω»].
(II)
ἐπιθύω (Α)
1. τρέχω με ορμή, σπεύδω κάπου («ὡς ἄν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. ἐπιθύομαι
(για ποταμό) κατακλύζω
3. (με απρμφ.) προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω κάτι («ἐρύσσασθαι... Τρῶες ἐπιθύουσι», Ομ. Ιλ.)
4. (για διαθέσεις) παρορμώ, προτρέπω έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (II) «κινούμαι γρήγορα»].