οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(I)
καπέλα ἡ (Μ)
βλ. καππέλλα.
(II)
φρ. μουσ. «α καπέλα» — η εκτέλεση πολυφωνικής σύνθεσης χωρίς τη συνοδεία οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappella «χορωδία, παρεκκλήσι»].