καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
(I)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωρο-δόκος, θυο-δόκος.
(II)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικετα-δόκος, κρεη-δόκος.