ἀνασύρομαι

From LSJ
Revision as of 11:26, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monotonic

ἀνασύρομαι: [ῡ], τραβώ τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. ἀνασεσυρμένος, αισχρός, ακόλαστος, κακοήθης, σε Θεόφρ.

Middle Liddell


to pull up one's clothes, Hdt.; perf. part. ἀνασεσυρμένος obscene, Theophr.