ὑποστεγάζω
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστεγάζω: ἴδε ὑποστενάζω ΙΙ· - ὑποστέγασμα, τό, διάφορ. γραφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 208.
Greek Monotonic
ὑποστεγάζω: υποστηρίζω, υποστυλώνω από κάτω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστεγάζω: носить на себе, выдерживать (Aesch. - v. l. ὑποστενάζω).
Middle Liddell
to support from underneath, Aesch.