μυρμηγκιά
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
(I)
και μερμηγκιά και μυρμηκιά, η (ΑΜ μυρμηκία και μυρμηκιά, ή και μυρμήκια, τὰ)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκότρυπα («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων λείων ἐκλείπουσι τὰς μυρμηκίας», Αριστοτ.)
2. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος
3. αφθονία
αρχ.
φρ. «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η κύμανση, ο χρωματισμός της φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + περιληπτική κατάλ. -ιά (πρβλ. θημωνιά). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι. Για το -γκ- βλ. λ. μυρμήγκι].
(II)
και μερμηγκιά και μυρμηκία, η (ΑΜ μυρμηκία)
ακροχορδόνα, κρεατοελιά
νεοελλ.
ιατρ. βλ. μυρμηκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -ία (πρβλ. παχυδερμ-ία). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι].