λαιμότομος
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.
Greek Monolingual
λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά-τομος, υλό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
λαιμότομος: 1) с перерезанным горлом, отрубленный (κεφαλή Eur.);
2) пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).
Middle Liddell
λαιμότομος, ον
with the throat cut, severed by the throat, Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the blood dripping from the Gorgon's severed head, Eur.