εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(I)
οὐρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. ορίζω.
(II)
(Α οὐρίζω) [[[ούρος]] (II)]
πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο
αρχ.
1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.)
2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», Σοφ.).