ράγα

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
(γεωπ·) μονόσπερμος ή πολύσπερμος κορμός με σαρκώδες μεσοκάρπιο και ενδοκάρπιο, όπως είναι λ.χ. το σταφύλι και η ντομάτα.
(II)
η, Ν
βλ. ρώγα.
(III)
και ράγια, η, Ν
τεχνολ. σιδερένια τροχιά ειδικά κατασκευασμένη για να κυλούν πάνω της οι τροχοί σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών οχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rail «σιδηροτροχιά»].
(IV)
και ῥᾱγα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκμή, βία, ὁρμή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι].