Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Παρθενοπαῖος

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek (Liddell-Scott)

Παρθενοπαῖος: ὁ, ὁ Παρθενικὸς ἥρως, ἢ ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου (Ἀταλάντης), εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας· ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 347 τὸ Παρθενοπαῖος ἔχει τὴν συλλαβὴν θε μακρὰν ὡς εἰ ἦν Παρθενοπαῖος, πρβλ. Εὐριπ. Ἱκέτ. 889· ἴδε ἀλφεσίβοιος, Ἱππομέδων].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Parthénopée, fils d’Atalante.

Greek Monotonic

Παρθενοπαῖος: ὁ (παρθένος), ο Παρθενικός, ήρωας ή γιος της Παρθένου (Αταλάντης), ένας από τους Επτά επί Θήβας (προφέρεται Παρθεννοπαῖος σε Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

Παρθενοπαῖος: ὁ (с ε = η) Партенопей (аркадец, сын Аталанты, брат Адраста, один из «семерых против Фив») Aesch.

Middle Liddell

Παρθενοπαῖος, ὁ, παρθένος
the maiden-hero or son of the maiden (Atalanta), one of the Seven against Thebes: [to be pronounced Παρθεννοπαῖος in Aesch.].