ἀγόρασμα

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγόρασμα Medium diacritics: ἀγόρασμα Low diacritics: αγόρασμα Capitals: ΑΓΟΡΑΣΜΑ
Transliteration A: agórasma Transliteration B: agorasma Transliteration C: agorasma Beta Code: a)go/rasma

English (LSJ)

τό,

   A thatwhichisbought or sold: mostly in pl., wares, merchandise, Aeschin. 3.223, D.34.9, etc., cf. Alex.168.

German (Pape)

[Seite 21] τό, nur im plur. (dah. Arist. Oec. II, 34 ἐπ' ἀγοράσματα wohl richtig ist), VLL. ὤνια. od. αὐτὰ τὰ ἠγορασμένα, Waaren, Alex. Ath. VI, 242 d; Aeschin. 3, 223; Dem. 34, 9; Sp., wie Plut. Cat. min. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγόρασμα: τό, τὸ ἀγοραζόμενον ἢ πωλούμενον, πρὸ πάντων κατὰ πληθυντ. = ἐμπορεύματα, Αἰσχίν. 85. 37, Δημ. 909. 27, κτλ.· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν τῷ «Παγκρατιαστῇ», 1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἀγόραζμα PYadin 22.22 (II d.C.)
compra, género, mercancía κατὰ τὴν συγγραφὴν ἐντίθεσθαι τὰ ἀγοράσματα τῶν ἐμῶν χρημάτων D.34.9, ἀγόρασμα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζων Aeschin.3.223, cf. Arist.Oec.1352b4, Alex.173, PYadin l.c., Them.Or.4.61b.

Greek Monotonic

ἀγόρασμα: -ατος, τό (ἀγοράζω), αγοραζόμενο ή πωλούμενο εμπόρευμα· στον πληθ., αγαθά, κατασκευασμένα είδη, εμπορεύματα, καταναλωτικά αγαθά, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγόρασμα: ατος τό только pl. товар(ы) Aeschin., Dem., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀγοράζω
that which is bought: in pl.goods, wares, merchandise, Dem., etc.