πάγγλωσσος

From LSJ
Revision as of 14:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle toutes les langues.
Étymologie: πᾶς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)
μσν.
(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].

Greek Monotonic

πάγγλωσσος: ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.

Middle Liddell

πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,
speaking all tongues.