ἀνθρωποσφαγέω
From LSJ
τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
English (LSJ)
A slay men, E.Hec.260.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποσφᾰγέω: (σφάττω) σφάζω ἀνθρώπους, Εὐρ. Ἑκ. 260.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
égorger des hommes.
Étymologie: ἄνθρωπος, σφάζω.
Spanish (DGE)
(ἀνθρωποσφᾰγέω)
matar seres humanos πότερα τὸ χρῆν σφ' ἐπήγαγ' ἀνθρωποσφαγεῖν ...; ¿acaso les indujo la necesidad a sacrificar un ser humano? ref. a Polixena, E.Hec.260.
Greek Monotonic
ἀνθρωποσφᾰγέω: (σφάττω), σφαγιάζω άνδρες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωποσφᾰγέω: умерщвлять людей Eur.