ἀπολαλέω

Revision as of 16:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A blurt out, πρός τινα ὅτι J.AJ6.9.2, cf. Luc. Nigr.22, Poll.2.127.

German (Pape)

[Seite 310] aus-, hinschwatzen, Luc. Nigr. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαλέω: φλυαρῶ, μωρολογῶ, Λουκ. Νιγρ. 22, ἀλλ. ὁ Πολυδ. (Β΄, 127) ἀναφέρει τὸ ῥῆμα καὶ μετ' ἄλλης σημασίας: «ἀπειπεῖν, ἀπαγορεῦσαι, Ἰσαῖος δὲ ἀπειρηκὼς ἔφη, οἷον ἀπολελαληκώς».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler à tort et à travers, bavarder.
Étymologie: ἀπό, λαλέω.

Spanish (DGE)

decir con toda franqueza πρός τινας ... ὅτι ... I.AI 6.178, cf. Luc.Nigr.22, Poll.2.127.

Greek Monotonic

ἀπολᾰλέω: μέλ. -ήσω, φλυαρώ, μιλώ απερίσκεπτα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολᾰλέω: болтать вздор Luc.

Middle Liddell

to speak out heedlessly, Luc.