αἴνημι
From LSJ
English (LSJ)
Aeol. for αἰνέω, Hes.Op.683.
Greek (Liddell-Scott)
αἴνημι: Αἰολ. ἀντὶ αἰνείω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 684· πρβλ. ἐπαίνημι.
Spanish (DGE)
eol. recomendar οὔ μιν ἔγωγε αἴνημ' no la recomiendo (la navegación en primavera), Hes.Op.683.
Greek Monotonic
αἴνημι: Αιολ. αντί αἰνείω, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
αἴνημι: Hes. = αἰνέω.