γλαυκόχρως
From LSJ
English (Slater)
γλαυκόχρως
1 grey-coloured, silver-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) cf. Bacch. 11. 29.
Spanish (DGE)
-χροος
de color brillante, verde blanquecino o grisáceo ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.O.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.D.22.72.
Russian (Dvoretsky)
γλαυκόχρως: οος adj. зеленоватый, светло-зеленый (ἐλαία Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαυκόχρως -οος γλαυκός, χρόα met een blauwgroene kleur. Pind.