αἰνικτηρίως
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
French (Bailly abrégé)
adv.
par énigmes.
Étymologie: αἰνικτός.
Ant. λαμπρῶς.
Spanish (DGE)
adv. en, con enigmas A.Pr.833, 949.
Russian (Dvoretsky)
αἰνικτηρίως: загадочно Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνικτηρίως αἰνίττομαι door middel van raadsels, in duistere taal.