Φωκικός

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Phocide ; phocidien, phocéen.
Étymologie: Φωκίς.

Russian (Dvoretsky)

Φωκικός: фокидский Dem., Plut.

Middle Liddell

Φωκικός, ή, όν
Phocian, Dem.