γεωγράφος

From LSJ
Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

German (Pape)

[Seite 488] erdbeschreibend, ὁ, der Geograph; so heißt bes. Strabo bei Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

γεωγράφος: [ᾰ], -ον, (γῆ, γράφω) ὁ τὴν γῆν περιγράφων, ὁ γεωγράφος, ὁ Στράβων, συχν. παρ᾿ Εὐστ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
géographe.
Étymologie: γῆ, γράφω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ geógrafo Str.1.1.16, ref. a Artemidoro efesio, Marcian.Peripl.1 proem.
ὁ Γ. ref. a Estrabón, Eust.in D.P.11
οἱ Γεωγράφοι Los Geógrafos tít. de una comedia de Anaxándrides, Poll.10.59, tb. llamada Ζῳγράφοι q.u.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ γεωγράφος, ο
Α και ως επίθ. γεωγράφος, -ον)
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη γεωγραφία
μσν.
ο γεωγράφος
ο Στράβων.

Greek Monotonic

γεωγράφος: [ᾰ], ὁ (γῆ, γράφω), αυτός που καταγράφει την περιγραφή της γης.

Middle Liddell

[γῆ, γράφω
a geographer.