ἑβδομηκοντούτης
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seventy years old, Luc.Alex.34: fem. -οῦτις Id.Rh.Pr.24, D.C.46.18.
German (Pape)
[Seite 700] ὁ, siebzigjährig, Luc. Alex. 34 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομηκοντούτης: -ου, ὁ, = ἑβδομηκονταετής: θηλ. -οῦτις, -ιδος Λουκ. Ἀλεξ. 34.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. masc.
septuagénaire.
Étymologie: ἑβδομήκοντα, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ου
• Grafía: graf. -ώτης Ps.Caes.218.237
1 de pers. septuagenario ὁ δὲ ἑ. ἀπέθανεν Luc.Alex.34, cf. Gal.6.329, 11.291, Philostr.VS 2.570, App.Syr.339, Orib.7.4.8, Procl.in Prm.1231.42.
2 de abstr. que dura setenta años χρόνος Thdt.M.81.636C, δουλεία Ps.Caes.l.c.
Greek Monolingual
ο και θηλ. -ούτις, η (AM ἑβδομηκοντούτης, ο και θηλ. ἑβδομηκοντοῡτις, η)
αυτός που έχει ηλικία εβδομήντα χρόνων, εβδομηντάρης.
Greek Monotonic
ἑβδομηκοντούτης: -ου, ὁ (ἔτος), εβδομηντάχρονος· θηλ. -οῦτις, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑβδομηκοντούτης: семидесятилетний Luc.
Middle Liddell
ἑβδομηκοντ-ούτης, ου, ἔτος
seventy years old: fem. -οῦτις, Luc.