εὐπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 22:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek (Liddell-Scott)

εὐπλόκᾰμος: Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋπλόκαμος;
ος, ον :
aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.
Étymologie: εὖ, πλόκαμος.

Spanish

que tiene hermosos cabellos

Greek Monotonic

εὐπλόκᾰμος: Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· εὐπλ. κόμαι, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπλόκᾰμος: эп. ἐϋπλόκαμος 2
1) с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);
2) красиво заплетенный (κόμαι Eur.).

Middle Liddell


with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.