ῥυσαίνομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A to be wrinkled, Nic.Al.78, AP14.103.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσαίνομαι: Παθ., ῥυτιδοῦμαι, ἐπὶ τῶν οὔλων, Νικ. Ἀλεξιφ. 78, Ἀνθ. Π. 14. 103.
Greek Monolingual
και ῥυσσαίνομαι Α ῥυσός / ῥυσσός]
παθ. (για τα ούλα) ρυτιδώνομαι.
Greek Monotonic
ῥῡσαίνομαι: (ῥυσός), Παθ., έχω ρυτίδες, κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσαίνομαι: быть морщинистым, сморщенным Anth.