σκευοφύλαξ
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
German (Pape)
[Seite 894] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὑπάλληλος φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - ὅθεν, ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.
Étymologie: σκεῦος, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. σκευοφύλακας.
Greek Monotonic
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας των αποσκευών, επιστάτης σκευοφυλακίου.
Middle Liddell
σκεῠο-φύλαξ, ακος,
a storekeeper.