συμπαραμιγνύω

From LSJ
Revision as of 01:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμιγνύω: μιγνύω ὁμοῦ προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 719.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.

Greek Monotonic

συμπαραμιγνύω: αναμειγνύω επιπλέον, ανακατώνω και κάτι ακόμη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραμιγνύω: смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).

Middle Liddell

to mix in together, Ar.