τετρώροφος

From LSJ
Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώροφος Medium diacritics: τετρώροφος Low diacritics: τετρώροφος Capitals: ΤΕΤΡΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: tetrṓrophos Transliteration B: tetrōrophos Transliteration C: tetrorofos Beta Code: tetrw/rofos

English (LSJ)

ον,

   A of four stories, Hdt.1.180 (v.l. for -οροφ-), Ph.2.143, App.Pun.95.

German (Pape)

[Seite 1100] von vier Stockwerken, Her. 1, 180.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώροφος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, τετράστεγος, μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre étages.
Étymologie: τέτταρες, ὄροφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. τετραώροφος.

Greek Monotonic

τετρώροφος: -ον (ὀροφή), αυτός που αποτελείται από τέσσερις ορόφους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τετρώροφος: четырехэтажный (οἰκία Her.).

Middle Liddell

τετρ-ώροφος, ον, ὀροφή
of four stories, Hdt.