τραπεζοποιία

From LSJ
Revision as of 01:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοποιία Medium diacritics: τραπεζοποιία Low diacritics: τραπεζοποιία Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: trapezopoiía Transliteration B: trapezopoiia Transliteration C: trapezopoiia Beta Code: trapezopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A table-making, Str.4.6.2 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202.

Greek Monotonic

τρᾰπεζοποιία: ἡ, η τέχνη της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρᾰπεζο-ποιία, ἡ,
table-making, Strab.