τεσσαρεσκαιδεκέτης
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ες,
A fourteen years old, Plu.Aem.35: fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις (q.v.); cf. τεσσαρακαιδεκέτης.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 35.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. τεσσαρεσκαιδεκαέτης.
Étymologie: τεσσαρεσκαίδεκα, ἔτος.
Greek Monolingual
και τεσσαρακαιδεκέτης και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, -άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, -ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και τεσσαρεσκαιδεκαέτις, -ιδος, Α
ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + -έτης (< ἔτος), πρβλ. τεσσαρακοντα-έτης].
Greek Monotonic
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: атт. τετταρεσκαιδεκέτης 2 четырнадцатилетний Plut.
Middle Liddell
τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ,
fourteen years old, Plut.