τρυγόνιον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, Dim. of
A τρυγών 1, Them.Or.22.273c; as a pet name for a girl, AP7.222 (Phld.). II = περιστερεὼν ὀρθός, Ps.-Dsc.4.59, Poet. deherb.56. III f.l. for τιτιγόνιον (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
τρυγόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρυγὼν Ι, Θεμίστ. 273C· ὡς θωπευτικὸν ὄνομα κορασίου, Ἀνθ. Π. 7. 222. ΙΙ. φυτόν τι, ἄλλως περιστερεών, Ποιητ. π. τῆς τῶν Βοτανῶν Δυνάμεως 56· - τριγώνιον παρὰ Διοσκ. ἐν τοῖς Νόθοις 4. 60.
Greek Monotonic
τρῡγόνιον: τό, υποκορ. του τρυγών I, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡγόνιον: τό горлинка Anth.
Middle Liddell
τρῡγόνιον, ου, τό, [Dim. of τρυγών, Anth.]