ὑπεράφανος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ὑπερήφανος, Πίνδ.
English (Slater)
ὑπερᾱφᾰνος
1 arrogant εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον (P. 2.28)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. υπερήφανος.
Greek Monotonic
ὑπεράφανος: -ον, Δωρ. αντί του ὑπερ-ήφανος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεράφᾰνος: (ᾱφ) дор. Pind. = ὑπερήφανος.
Middle Liddell
ὑπερ-άφανος, ον, [doric for ὑπερήφανος.]