χαλκευτής

From LSJ
Revision as of 02:32, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκευτής Medium diacritics: χαλκευτής Low diacritics: χαλκευτής Capitals: ΧΑΛΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: chalkeutḗs Transliteration B: chalkeutēs Transliteration C: chalkeftis Beta Code: xalkeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = χαλκεύς, χ. ὕμνων AP7.34 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, = χαλκεύς, der Schmied, auch übertr., ὕμνων, Antp. Sid. 79 (VII, 34), so heißt Pindar.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς. Πιερικὰν σάλιπγγα, τὸν εὐαγέων βαρὺν ὕμνων χαλκευτὰν κατέχει Πίνδαρον ἅδε κόνις Ἀνθ. Π. 7. 34.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χαλκεύω
χαλκεύς, χαλκουργός
νεοελλ.
1. πλάστης, δημιουργός
2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος
αρχ.
(γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής.

Greek Monotonic

χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκευτής: οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = Πίνδαρος.

Middle Liddell

χαλκευτής, οῦ, ὁ, = χαλκεύς, Anth.]