κλυτότοξος

Revision as of 03:02, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A famous for the bow, renowned archer, epith. of Apollo, Il.4.101, 15.55, Od.21.267, B.1.37.

German (Pape)

[Seite 1458] durch den Bogen berühmt, mit berühmtem Bogen, bogenberühmt, Apollo, Il. 4, 101 Od. 21, 267, ofter.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτότοξος: -ον, περίφημος διὰ τὸ τόξον αὐτοῦ, ἔνδοξος τοξότης, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Δ. 101., Ο. 55, Ὀδ. Φ. 267, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’arc renommé, célèbre par son habileté à tirer de l’arc.
Étymologie: κλυτός, τόξον.

English (Autenrieth)

with glorious bow, illustrious archer, epith. of Apollo.

Greek Monolingual

κλυτότοξος, -ον (Α)
ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ' Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό-τοξος, χρυσό-τοξος].

Greek Monotonic

κλῠτότοξος: -ον (τόξον), περίφημος για το τόξο, διακεκριμένος τοξευτής, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτότοξος: славный своим луком (Ἀπόλλων Hom.).

Middle Liddell

κλῠτό-τοξος, ον τόξον
famous for the bow, renowned archer, Hom.