Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κώδιον

From LSJ
Revision as of 03:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518

German (Pape)

[Seite 1540] τό, dim. zu κῶας, Fell, Schaaffell, bes. als Bettstück gebraucht; Ar. Pax 1088; προβάτων Arist. H. A. 8, 10; ὁ δέ γε πλύνει κώδια Ar. Plut. 166; Ran. 1474; komisch γενοίμην ἓν Κρατίνου κώδιον Equ. 400; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κώδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 d; περιέζωνται μικρὰ κώδια Strab. XVII, 822; Sp.; – τὸ χρυσοῦν κώδιον, Luc. Gall. 1. – Wahrscheinlich κῴδιον statt κωΐδιον, u. dah. der Accent.

Greek (Liddell-Scott)

κώδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῶας, «προβιά», δορὰ προβάτου μετὰ τοῦ ἐρίου, χρησιμεύουσα ὡς στρωμνή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 400, Βάτρ. 1478, Πλάτ. Πρωτ. 315D, κτλ. Ὁ Meineke γράφει κῴδιον παρ’ Ἀθην. 478C.

Greek Monolingual

κώδιον, τὸ (ΑM, Α και κῴδιον)
δέρμα προβάτου, προβιά
αρχ.
1. το χρυσόμαλλο δέρας
2. φρ. «Δῑον κῴδιον» — δέρμα κριαριού που χρησιμοποιούνταν σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῴδιον < θ. κω- του κῶας + κατάλ. -ίδιον, της οποίας το -ι- υπογράφεται. Ο τ. κώδιον από το ίδιο θ. με κατάλ. -διον].

Greek Monotonic

κώδιον: τό, υποκορ. του κῶας, προβιά, δέρμα προβάτου, που χρησιμοποιούνταν σαν στρωσίδι, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κώδιον: или κῴδιον τό [demin. к κῶας маленькая овчина, овчинка (ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις καὶ στρώμασι Plat.): τὸ χρυσοῦν κ. Luc. золотое руно.

Middle Liddell

κώδιον, ου, τό, [Dim. of κῶας
a sheepskin, fleece, used for bedding, Ar., Plat.