μητριάς

From LSJ
Revision as of 03:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

German (Pape)

[Seite 179] άδος, ἡ, bes. tem. zu μήτριος, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις ὤλετο μητριάσιν, in den mütterlichen Armen, Iul. Aeg. 45 (IX, 398).

Greek (Liddell-Scott)

μητριάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μήτριος, Ἀνθ. Π. 9. 398.

Greek Monolingual

μητριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μήτριος.

Greek Monotonic

μητριάς: -άδος, ἡ, θηλ. του μήτριος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μητριάς: άδος (ᾰδ) adj. f материнская (ἄγκοιναι Anth.).

Middle Liddell

μητριάς, άδος, [fem. of μήτριος, Anth.]