μύ

From LSJ
Revision as of 04:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 212] od. μῦ, ein mit geschlossenem Munde hervorgebrachter Laut, Schmerz ausdrückend, μὺ μῦ, μὺ μῦ, Ar. Equ. 10, μῦ μῦ, Th. 231; – μῦ λαλεῖν, einen kaum vernehmbaren Laut hervorbringen, mucken, mucksen, von denen, die nicht laut zu reden wagen, Hipponax frg. bei S. Emp. adv. gramm. 275; vgl. das lat. mu facere, mussare.

French (Bailly abrégé)

c. μῦ².

Greek Monotonic

μύ: ή μῦ, μουρμουριστός ήχος που παράγεται από τα χείλη, μῦλαλεῖν, μουρμουρίζω, σε Ιππών.· μιμούμαι τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, μὺ μῦ, μὺ μῦ, ή, καλύτερα, μυμῦ, μυμῦ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


a muttering sound made with the lips, μῦ λαλεῖν to mutter, Hippon.:—to imitate the sound of sobbing, μὺ μῦ, μὺ μῦ, or rather μυμῦ, μυμῦ, Ar.