νεμέθω

Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Ep. for

   A νέμω, νεμέθων Nic.Th.430:—in Med., once in Hom., νεμέθοντο, of doves, were feeding, Il.11.635, cf. AP14.4, Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta).

German (Pape)

[Seite 238] poet. = νέμω; Πελειάδες νεμέθοντο, sie weideten, fraßen, Il. 11, 635; sp. D., wie Nic. Ther. 429.

Greek (Liddell-Scott)

νεμέθω: Ἐπικ. ἀντὶ νέμω, νεμέθων Νικ. Ἀλεξιφ. 430· ― ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἅπαξ, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ νεμέθοντο, ἐβόσκοντο, ἔτρωγον, Ἰλ. Λ. 635.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
νέμω;
Moy. (seul. 3ᵉ pl. impf. poét. νεμέθοντο) c. νέμομαι.

Greek Monolingual

νεμέθω (Α) νέμω, βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. του νέμω με επίθημα -έθω, πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θαλέθω: θάλλω)].

Greek Monotonic

νεμέθω: Επικ. αντί νέμω — Μέσ., στον Όμηρ. απαντά μόνο μια φορά στον τύπο νεμέθοντο, το κοπάδι βοσκούσε, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νεμέθω, [epic for νέμω
Mid., νεμέθοντο the cattle were grazing, feeding, Il.