θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
έως;adj. m.habitant ou originaire d’Œkhalia, en Étolie.Étymologie: Οἰχαλία.
Οἰχᾰλιεύς: έως adj. m эхалийский Hom., Plut.
Οἰχαλιεύς, έως, [from Οἰχαλίαan Oechalian, Il.