βακχιώτης
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, = βακχευτής, Soph. O. C. 683, vor Herm. βακχειώτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se livre à des transports bachiques.
Étymologie: Βάκχιος.
Greek Monolingual
βακχιώτης, ο (Α) Βάκχος
ο βακχευτής.
Russian (Dvoretsky)
βακχιώτης: дор. βακχιώτας, ου adj. m Soph. = βακχεῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βακχιώτης -ου, ὁ [βάκχος] bacchant.