βήμεναι
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
English (LSJ)
A v. βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
βήμεναι: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de βαίνω.
English (Autenrieth)
see βαίνω.
Spanish (DGE)
v. βαίνω.
Greek Monotonic
βήμεναι: Επικ. αντί βῆναι, απαρ. αορ. βʹ του βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βήμεναι: эп. = βῆναι.