γενή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, poet. for γενεά, Call.Fr.241, Herod.2.1,4.84.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, das Geschlecht, Callim. frg. bei E. M.
Greek (Liddell-Scott)
γενή: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ γενεά, Καλλ. Ἀποσπ. 241.
Spanish (DGE)
v. γενεά.
Greek Monolingual
γενή, η (ποιητ. τ.) (Α)
γενεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του γενεά].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενή -ῆς, ἡ afkomst, geslacht.